«Όταν
η αλήθεια βρεθεί πως ήταν ψέματα και όλη η ελπίδα μέσα σου πεθαίνει, τότε τί…;».
«Ένας σοβαρός άνθρωπος» των αδελφών Κοέν
Δεν τον
είχε αγγίξει πάνω από μια εβδομάδα. Αλλά τον κοίταζε κάθε μέρα. Πότε με την άκρη του
ματιού, πότε κατ’ ευθείαν. Τον αναγνώριζε και με ελάχιστο φως. Ακόμα και στο
σκοτάδι η εικόνα του συνέχιζε να’ρχεται. Στα όνειρα. Έπρεπε να βρει το θάρρος
να τον πλησιάσει, να τον πάρει στα χέρια, να τον κρατήσει για λίγο, να πάρει
την αίσθησή του, όπως αν έμπαινε σε κρύα θάλασσα, να μην σταματούσε ακόμα κι αν
επιτάχυνε η καρδιά του. Μα πώς φοβόταν ένα κομμάτι άψυχο χαρτί; Έναν τόσο ελαφρύ
φάκελλο;
Από αυτά
που του ζητούσαν, και αυτά και άλλα, περίμεναν να ζήσουν άλλοι. Τον βάραινε ότι η δική τους ζωή
έπαιρνε από τη δική του, αλλά μέχρι τώρα το δεχόταν. Πάντα πλήρωνε στην ώρα.
Αλλά τώρα δεν μπορούσε πια να σηκώνει το βάρος των άλλων. Και κάθε δυο μήνες
ζούσε για πολλές ημέρες αυτήν του την αδυναμία και στο τέλος άφηνε τον φάκελλο
κλειστό. Τον ένα μετά τον άλλο. Θα ήταν ήδη πέντε.
Δεν ήταν
το σκοτάδι που είχε μπει εδώ και τρεις μήνες στη ζωή του. Είχε τα κεριά, είχε
το γκαζάκι. Είχε το σπίτι του ακόμη. Και τα χρήματα έφταναν δεν έφταναν για
τα άκρως απαραίτητα.
Ήταν που ένιωθε ότι οι μέρες του σβήνουν μέσα σε μάταιες και πικρές σκέψεις. Παρότι
γνώριζε ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε ή πλησίαζε
να συμβεί στα περισσότερα διαμερίσματα, στις περισσότερες πολυκατοικίες,
στις περισσότερες γειτονιές, στις περισσότερες πόλεις, στις περισσότερες χώρες.
Και με
αυτήν τη συνείδηση πορευόταν, άντεχε, ήλπιζε και
προχωρούσε μέσα στον χειμώνα. Μπλακ άουτ ή life in a failed state. Αλλά σαν το κερί που λιώνει ή σαν τη λάμπα που σπάζει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου