Μετά την διαφωνία της Βρετανίας, η Ουγγαρία και η Τσεχία διατύπωσαν ήδη τις επιφυλάξεις τους για το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας που κατέληξε η Σύνοδος Κορυφής την περασμένη εβδομάδα. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι οίκοι αξιολόγησης συνέχισαν να υποβαθμίζουν και να απειλούν για συνολική υποβάθμιση της ευρωζώνης και οι οικονομικοί δείκτες μαρτυρούν ότι τίποτε δεν άλλαξε στο ζήτημα της αξιοπιστίας έναντι των αγορών. Το ΔΝΤ, κάνοντας ένα βήμα παραπάνω, τόλμησε την πρόβλεψη ότι αν αυτή η ρότα συνεχιστεί, ο κίνδυνος για ένα νέο 1930 μέσα στο 2012 είναι ήδη ορατός...
Είναι ευνόητο ότι σε ένα τέτοιο ρευστό παγκόσμιο κλίμα τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί θετική έκβαση για το ελληνικό PSI, ούτε και την αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας, ενδεχόμενο που παραμένει ανοικτό με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Ούτε βέβαια η επίπλαστη πολιτικοοικονομική ισορροπία που προσπαθεί ατυχώς να εκφράσει η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, δεξιάς και ακροδεξιάς μπορεί να εγγυηθεί, απουσία λαϊκής εντολής, την αποδοχή και την επιτάχυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων που αποτελούν βασική προϋπόθεση για να δοθεί η πρώτη μεγάλη δόση της νέας δανειακής σύμβασης.
Η ίδια λοιπόν η επικαιρότητα μας φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια και μας προδιαθέτει για τα ερχόμενα – όντας ήδη στο βαθύτερο σημείο της ύφεσης, σύμφωνα με τον κ. Παπαδήμο, ή οδεύοντας ακόμα προς αυτό, σύμφωνα με τον κ. Ράιχενμπαχ. Ούτως ή άλλως, με τα κυβερνητικά τυφλά και αλλεπάλληλα κροσέ και άπερκατ να έχουν ήδη γεμίσει το κοινωνικό ρινγκ με εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, πολλούς σε κατάσταση νοκ-άουτ και άλλους να παραπαίουν ζαλισμένοι πάνω στο καναβάτσο.
Είναι άραγε δυνατόν οι ψηφοφόροι να ανέχονται, σε σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα και εν καιρώ ειρήνης, πολλά χρόνια λιτότητας με περικοπές εισοδημάτων, υπερφορολογήσεις, αρνητική ανάπτυξη και αύξηση της ανεργίας; Είναι άραγε δυνατόν να αποδώσει ποτέ η οποιαδήποτε αναδιάρθρωση δημόσιου χρέους χωρίς ανάλογη και παράλληλη ελάφρυνση του χρέους των νοικοκυριών; Μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη η οικονομία ενός κράτους αν δεν είναι βιώσιμα τα νοικοκυριά του;
Αν ζούσε σήμερα ο Κλαούζεβιτς σίγουρα θα είχε να γράψει πολλά για τη φύση και τις συνέπειες αυτού του ιδιότυπου οικονομικού παγκόσμιου πολέμου που τον κινεί η φρενίτιδα για μια προνομιακή κατάσταση ανταγωνιστικότητας που θα εξασφαλίζει στον νικητή μακροχρόνια οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική κυριαρχία η οποία όμως θα τείνει να εδραιωθεί σε βάρος των κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κέρδισαν οι λαοί της Δύσης τον προηγούμενο αιώνα.
Ο πόλεμος, έγραφε ο Κλαούζεβιτς, είναι μια πράξη βίας, προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας και διευκρίνιζε ότι στόχος είναι ο αφοπλισμός του εχθρού. Αλλά για να υποταγεί ο εχθρός στη θέλησή μας πρέπει να τον οδηγήσουμε σε κατάσταση δυσμενέστερη από τη θυσία που του ζητούμε. Πρέπει είτε να τον αφοπλίσουμε πραγματικά είτε να τον θέσουμε σε τέτοιες συνθήκες που να αισθάνεται απειλούμενος απ’ αυτή την πιθανότητα.
Στην ευρωζώνη η επιλογή της μεθόδου της εσωτερικής υποτίμησης στην ουσία λειτουργεί σαν πολεμική μέθοδος με το όπλο της ύφεσης να γκρεμίζει το κοινωνικό κράτος, να διαλύει τα μικρομεσαία στρώματα, να καταστρέφει την πραγματική οικονομία, ακυρώνοντας τη ζήτηση και την κατανάλωση, να διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο και να εδραιώνει το φόβο και την ανασφάλεια ως μέσα επικράτησης. Με αυτόν τον τρόπο, ανάπτυξη μπορεί να γίνει κατανοητή και δυνατή μόνο μέσα από τα ερείπια του παρόντος.
Η όλη κατάσταση θυμίζει τον ραβίνο Μαρσάκ στην ταινία των αδελφών Κοέν «Ένας σοβαρός άνθρωπος» που θέτει το ερώτημα: «Όταν η αλήθεια βρεθεί πως ήταν ψέματα και όλη η ελπίδα μέσα σου πεθαίνει, τότε τί…;». Τότε, θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε, όλα θα εξαρτηθούν από την τέχνη σου να μάθεις να επιβιώνεις μες στην αβεβαιότητα. Που συνοψίζεται στο πως θα διαχειριστείς αυτήν την μακροχρόνια οικονομική καταιγίδα φόρων και λιτότητας στο επίπεδο της εργασίας, του νοικοκυριού, της επιχείρησης, της καθημερινότητας. Σαν κράτος και σαν πολίτες.
Στο πως, για παράδειγμα, θα συνεχίσεις να παρέχεις ποιοτικές υπηρεσίες σε συνθήκες που τα κόστη αυξάνονται, οι τιμές συμπιέζονται και η εμπορική διαθεσιμότητα υλικών και πρώτων υλών δοκιμάζεται. Όταν το τσουνάμι της εσωτερικής υποτίμησης σκεπάσει την παραγωγικότητά σου και τα εργαλεία που θα απομείνουν δεν θα αρκούν για να θωρακιστεί μια έστω μικρή αλλά απαραίτητη ανταγωνιστικότητα, σαν το relanty στο όχημα του μέλλοντος.
Στο πως η τενεκεδένια νεοπλουτίστικη νοοτροπία της μεταπολίτευσης είναι δυνατόν να ξεπεραστεί με αστυνομικά μέτρα όταν μάλιστα τα εφαρμόζουν βρώμικα και υπόλογα στο παρελθόν χέρια. Στο πως η ψυχολογία της αγοράς θα ανέβει χωρίς υποθηκευτικό του μέλλοντος των πολιτών πλαστικό κι αεριτζίδικο χρήμα. Στο πως η βιωσιμότητά μας θα εξαρτηθεί μόνο από την γενναία και διαφανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και όχι από μέτρα καταστολής που καθημερινά την βομβαρδίζουν υπέρ της παραοικονομίας.
Οι εταιρείες, οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες φαίνεται ότι προετοιμάζονται για ένα νέο, αλλά και αναπόφευκτο από καιρό, σκηνικό. Και ίσως η τελευταία Σύνοδος Κορυφής να τους έδωσε περισσότερο χρόνο για αυτό. Αλλά κανείς δεν προετοιμάζει τον απλό πολίτη, τη μικρή επιχείρηση. Είτε τους φοβίζουν με επικείμενους αρμαγεδώνες είτε τους παραμυθιάζουν με ψεύτικες ελπίδες. Λες και για αυτούς δεν επιφυλάσσεται το πέρασμα από την έρημο αλλά η παραμονή σε αυτήν. Αλήθεια που τελειώνει η δημοκρατία και που αρχίζει ο φασισμός μέσα σε όλη αυτήν την αβεβαιότητα;
Δ. Τρικεριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου