Το 2011 εξελίσσεται σαν η χρονιά της δυσπιστίας στους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις. Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης δεν δείχνουν να επηρεάζονται από τις διαβουλεύσεις και τις συνόδους κορυφής των πολιτικών. Μπορούν να διαμορφώνουν το παγκόσμιο σκηνικό με τις αρνητικές τους αποφάσεις τις οποίες αποδίδουν στην έλλειψη «αξιόπιστων λύσεων» εκ μέρους των κυβερνήσεων.
Αλλά οι κυβερνήσεις δεν έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μόνον αυτήν την έξωθεν μαρτυρία αναξιοπιστίας αλλά και την κρίση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό των χωρών τους. Σε όλον τον κόσμο οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στις κυβερνήσεις τους. Οι Αραβικές εξεγέρσεις είναι μια ακραία έκφραση αυτής της πραγματικότητας. Το ερώτημα είναι πώς αυτή η αντίδραση από την προσωπική αμφισβήτηση και το θυμό θα μετουσιωθεί σε ώριμη πολιτική δράση για τις αναγκαίες αλλαγές σε πρόσωπα και πολιτικές.
Υπάρχει όμως και μια μορφή αναξιοπιστίας που χαρακτηρίζει τη δική μας...
συμπεριφορά. Φίλος, που εργάζεται σε ΔΕΚΟ μου’ λεγε ότι εκεί οι εργάτες κάνουν ακριβώς αυτό που κάνουν οι βουλευτές. Ενώ η δουλειά θα μπορούσε να βγαίνει άνετα στο κανονικό ωράριο και με λιγότερα μέσα, σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να χρειάζονται και υπερωρίες. Όπως ακριβώς στη Βουλή «σπάνε» τις επιτροπές για να αντισταθμίσουν τις περικοπές των μισθών.
Αυτή η λογική της αυτο-υπονόμευσης των αναγκαίων λύσεων είναι πιο συστημική και μακροχρόνια από την ίδια την κρίση που ζούμε γιατί διαπερνά όλο τον πολιτικό οργανισμό από τη βάση μέχρι την κορυφή – είναι το αίμα της. Και είναι βασική αιτία για την ανθεκτικότητα αυτού του δυσλειτουργικού και αυταρχίζοντος καθεστώτος που μας κυβερνά.
Κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανέναν. Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης είναι πια ένα παγκόσμιο πρόβλημα που κανείς δεν γνωρίζει πια πώς θα μπορούσε αποτελεσματικά να επιλυθεί. Σε μια τέτοια φάση πολιτικών και οικονομικών διαψεύσεων και αστάθειας πώς αντιδρούν οι άνθρωποι;
Ακολουθώντας τη λογική του οικονομολόγου Αλμπερτ Χίρσμαν στο βιβλίο «Έξοδος, Φωνή και Αφοσίωση» (1970), θα λέγαμε ότι σήμερα υπάρχουν για τον ενεργό πολίτη δύο τρόποι αντίδρασης. Ο δρόμος της «Εξόδου» που σημαίνει ότι εγκαταλείπεις την προσπάθεια για να αλλάξεις τα πράγματα και περιθωριοποιείσαι ή μεταναστεύεις και ο δρόμος της «Φωνής» που μάχεσαι με την κριτική και τον πολιτικό σου αγώνα για να βελτιωθούν οι καταστάσεις. Σύμφωνα με τον Χίρσμαν, οι στάσεις «Εξόδου» και «Φωνής» μπορούν να αλληλοεπιδρούν αλλά και να επηρεάζονται από το βαθμό «Αφοσίωσης», δηλαδή από την εμπιστοσύνη που μπορεί ακόμη να δείχνεις σε αυτό από το οποίο τώρα αποφασίζεις ν’ αποσπαστείς ή να το αλλάξεις.
Στη δική μας περίπτωση, παρά την πολιτική αναξιοπιστία του δικομματισμού, ο κομματισμός λειτουργεί ακόμη σαν «αφοσίωση» και αμβλύνει την ανοικτή κριτική στάση – όχι βέβαια για τη νεολαία που αν η «έξοδος» προβάλλει σα μια λύση, η στάση της κριτικής στην εξουσία αποτελεί τη μοναδική λύση. Σε έναν πληθυσμό που δημογραφικά γερνά και συρρικνώνεται δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια επιλογών για τη συνέχεια και την επιβίωσή μας. Πρέπει να ξαναβρούμε ή να φτιάξουμε από την αρχή την πίστη για το μέλλον μας.
«Τo σπίτι γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία / σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές» γράφει ο Σεφέρης στο ποίημα «Piazza San Nicolo». Και στο ίδιο: «Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ανεβείς μα είναι πολυ δύσκολο ν᾿ αλλάξεις».
Δ. Τρικεριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου