Γερμανοί πολίτες εξαναγκάζονται να βλέπουν τα θύματα μέσα στο μόλις απελευθερωμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ.
|
του Jan Friedmann
Περισσότεροι από 250.000 κρατούμενοι στρατοπέδων συγκέντρωσης έχασαν τη ζωή τους σε πορείες θανάτου λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν από Γερμανούς πολίτες. Ένα νέο βιβλίο προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα του «γιατί».
Το τέλος ήταν ορατό, με τα συμμαχικά στρατεύματα ήδη στις παρυφές της πόλης. Παρ' όλα αυτά, ένας αριθμός πολιτών από το Celle της βόρειο-κεντρικής Γερμανίας έγιναν δολοφόνοι στις 8 Απριλίου του 1945...
Συμμετείχαν στο κυνήγι εκατοντάδων κρατουμένων στρατοπέδων συγκέντρωσης οι οποίοι, κατά τη διάρκεια μιας αμερικανικής επίθεσης βομβαρδισμού της πόλης και του σιδηροδρομικού σταθμού της, είχαν διαφύγει από τα φορτηγά με τα οποία μεταφέρονταν όταν μερικά από αυτά είχαν ζωστεί στις φλόγες. Αξιωματικοί της τοπικής αστυνομίας, φρουροί και μέλη της λαικής εθνοφυλακής και της Νεολαίας του Χίτλερ εκτέλεσαν τα θύματά τους σε ένα κοντινό δάσος.
Οι κρατούμενοι "δολοφονήθηκαν σαν τα ζώα", πολλοί από αυτούς εν είδει εκτέλεσης, σύμφωνα με μια βρετανική στρατιωτική έκθεση. Έως 300 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη σφαγή, με τον ηγέτη μιας ομάδας νεολαίας του Χίτλερ στο Celle να έχει σκοτώσει μόνος του περισσότερους από 20. Οι Σύμμαχοι κατέλαβαν την πόλη τέσσερις ημέρες αργότερα.
Το ξέσπασμα της βίας σε αυτό το τμήμα της πολιτείας της Κάτω Σαξονίας περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο του Daniel Blatman, «Οι Πορείες Θανάτου: Η τελική Φάση της Ναζιστικής Γενοκτονίας» που κυκλοφορεί σε γερμανική μετάφραση αυτήν την εβδομάδα. Στο βιβλίο εξετάζεται το ευρύτερο θέμα αυτών των πορειών θανάτου των κρατουμένων στρατόπεδων συγκέντρωσης το 1944 και το 1945, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου.
Ζωές γεμάτες πόνο
Ο Blatman, ιστορικός στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, καταλήγει σε ένα συνταρακτικό συμπέρασμα για την τελευταία φάση των ναζιστικών μαζικών δολοφονιών: « Όσο περισσότερο ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και η παρουσία κρατουμένων γινόταν περισσότερο εμφανής ανάμεσα στο γερμανικό πληθυσμό, τόσο πιο τακτικά συμμετείχαν άμαχοι Γερμανοί πολίτες».
Σε αυτούς τους αμάχους συμπεριλαμβάνονταν κυβερνητικοί και τοπικοί αξιωματούχοι, μέλη του Ναζιστικού Κόμματος και της νεολαίας του Χίτλερ, καθώς και κάτοικοι της περιοχής. Αυτοί κακοποιούσαν ή σκότωναν μεγάλο αριθμό από εκείνους, οι οποίοι κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής τους αποκαμωμένοι, εξαναγκάζονταν σε πορείες ή είχαν ήδη υποβληθεί σε πολήμερες μεταφορές σε ολόκληρη τη Γερμανία μέσα σε υπερφορτωμένα φορτηγά.
Τουλάχιστον 250.000 πρώην κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους σε πορείες θανάτου ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Μάιο του1945. Οι τάφοι τους χαράζουν δρόμους σε τμήματα της Κάτω Σαξονίας, της Βαυαρίας και του Mecklenburg, καθώς και σε όλες σχεδόν τις περιοχές όπου οι ναζί είχαν κατασκευάσει τα στρατόπεδα τους.
Οι πορείες θανάτου άρχισαν στην κατεχόμενη Πολωνία, όπου τα SS, όσο το μέτωπο πλησίαζε, εκκένωναν τα μεγαλύτερα στρατόπεδα σε μέρη όπως το Majdanek, το Gross-Rosen και το Άουσβιτς. Σε πολλούς κρατούμενους δεν δινόταν αρκετός χρόνος για να συσκευάσουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Συχνά ντυμένοι στα κουρέλια και φορώντας ξύλινα παπούτσια, πορεύονταν παραπατώντας σε υπερπλήρεις δρόμους μες το τσουχτερό κρύο.
Έφερναν επίσης τους Γερμανούς πολίτες σε άμεση επαφή με τις φρίκες του ολοκαυτώματος, όπως εδώ στο Μπούχενβαλντ, τον Απρίλιο του 1945.
|
Οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να μοιράζονται τους δρόμους με τους Γερμανούς στρατιώτες που υποχωρούσαν και τους αμάχους που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τον Κόκκινο Στρατό. Πολύ συχνά, ο φόβος των πανικοβλημένων μαζών ξεσπούσε σε βία κατά των ασθενέστερων με τους οποίους μοιράζονταν τη διαδρομή.
Ο τόνος δινόταν από τα SS, των οποίων οι φρουροί δολοφονούσαν χωρίς περιορισμό. Για παράδειγμα στο Palmnicken, 50 χιλιόμετρα από την πρώην Ανατολική Πρωσική πόλη του Königsberg (Καλίνινγκραντ σήμερα), τα «πρωτοπαλίκαρα» οδήγησαν περισσότερους από 3.000 κρατούμενους του στρατοπέδου Stutthof, οι οποίοι πορεύονταν για μέρες, στην παραλία της παγωμένης Βαλτικής Θάλασσας και τους θέρισαν με τα πολυβόλα τους.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι πορείες θανάτου οδηγήθηκαν κατ’ ευθείαν δια μέσου του εδάφους του Γερμανικού Ράιχ. Σε μία περίπτωση, οι κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Hessental κοντά στο Schwäbisch Hall στη νοτιοδυτική Γερμανία, εξαναγκάστηκαν να βαδίσουν προς ανατολάς προς τη Βαυαρία. Μετά τον πόλεμο, εξεταστές με τη γαλλική δύναμη κατοχής έφεραν στο φως μαζικούς τάφους σε διάφορα σημεία κατά μήκος της διαδρομής. Βρήκαν 17 σώματα στο Sulzdorf, 36 στο Ellwangen και 42 σε ένα χωριό που ονομάζεται Zöbingen. Πορείες θανάτου που ξεκίνησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου πέρασαν μέσα από το Poing, κοντά στο Μόναχο, και συνέχισαν μέσα από το Wolfratshausen και το Bad Tölz. Ομάδες κρατουμένων από το στρατόπεδο Flossenbürg διέσχισαν τη Βαυαρία.
Ο αριθμός των δραστών συνέχισε να αυξάνεται. Ο ιστορικός Blatman εκτιμά ότι χιλιάδες, ίσως ακόμη και δεκάδες χιλιάδες απλών πολιτών έγιναν συνένοχοι με το δολοφονικό καθεστώς κοντά στο τέλος του πολέμου. Για παράδειγμα, στην πόλη του Βορρά Lüneburg, ένα σενάριο παρόμοιο με αυτό που είχε συμβεί στο Celle εκτυλίχθηκε στις 11 Απριλίου του 1945, όταν ο άμαχος πληθυσμός και οι αστυνομικοί συνέλαβαν αιχμαλώτους που είχαν διαφύγει από ένα βομβαρδισμένο τρένο. Μέλη του γερμανικού πολεμικού ναυτικού πυροβόλησαν αργότερα τους κρατούμενους στο σιδηροδρομικό σταθμό του Lüneburg.
Γερμανοί πολίτες στο Ludwigslust εξαναγκάζονται να βλέπουν τα σώματα κρατουμένων από κοντινό στρατόπεδο συγκέντρωσης που εκτάφησαν στις αρχές Μαΐου του 1945.
|
Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία ότι κάποιος στην κορυφή, όπως ο Χίτλερ ή ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ, έδωσε τις εντολές για την εκκαθάριση των στρατοπέδων. Οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου χαρακτηρίστηκαν από τη σταδιακή κατάρρευση της διοικητικής τάξης. Η δικαιοδοσία επί των ομάδων των κρατουμένων που αναγκάζονταν να παρελαύνουν στη χώρα άλλαζε ταχύτατα, και πολλοί τοπικοί αξιωματούχοι ενεργούσαν από μόνοι τους όταν αποφάσιζαν τι να κάνουν με τους κρατούμενους.
Γιατί όμως τόσοι πολλοί αξιωματούχοι συμπεριφέρθηκαν με τέτοια αγριότητα, και γιατί συμμετείχαν απλοί άμαχοι πολίτες, όταν ήταν ήδη σαφές ότι η «τελική νίκη» των Ναζί ήταν μια φαντασίωση;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, ο Blatman παραθέτει το παράδειγμα των φρουρών, μια ομάδα ανθρώπων που είχαν γίνει αμείλικτοι σαδιστές με την πάροδο των χρόνων. Οι φρουροί των στρατοπέδων συγκέντρωσης έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν στρατιώτες πρώτης γραμμής ενάντια στον εχθρό, στο εσωτερικό της χώρας, και σαν υπερασπιστές της άριας φυλής και του ανώτερου έθνους. Τώρα που δεν εργάζονταν πλέον στα στρατόπεδα, συνέχιζαν την αποστολή τους, με την διαφορά ότι είχαν απαλλαγεί από τη συντεταγμένη ρουτίνα τους. Φοβούμενοι τη σύλληψη τους από τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων με τη βοήθεια της αναγνώρισης τους από τους «πορευόμενους σκελετούς», επέλεξαν να σκοτώνουν τους εν δυνάμει μάρτυρες.
Παρόμοια κίνητρα επίσης, μετέτρεψαν σε δράστες πολλούς ανθρώπους στο εσωτερικό μέτωπο όταν τα τρένα γεμάτα αιχμαλώτους έφθαναν ξαφνικά στις πόλεις τους. Δήμαρχοι, τοπικοί κομματικοί αξιωματούχοι και άνδρες της λαικής εθνοφυλακής ήταν αποφασισμένοι να αποτρέψουν τους καταπιεσμένους κρατούμενους των στρατοπέδων συγκέντρωσης από το να κερδίσουν την ελευθερία τους στο δικό τους έδαφος και να απαιτήσουν εκδίκηση για τις αδικίες που είχαν υποστεί. Αυτή η λογική τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι θα προστάτευαν την ευημερία και την ασφάλεια των συμπολιτών τους σκοτώνοντας τους ξένους με τις ριγωτές φόρμες.
Το κυνήγι της ζέβρας
Μια δεκαετία κατήχησης, ή αυτό που ο Blatman αποκαλεί «νοοτροπία γενοκτονίας» και το οποίο συστηματικά αποκτήνωσε τους Εβραίους και τους Σλάβους, οδήγησε στο συλλογικό κυνήγι. Έφηβοι, μέλη της νεολαίας του Χίτλερ, άρπαζαν συχνά τα όπλα τους σαν κάτι το αυτονόητο.
Βέβαια, υπήρχαν και οι γεωργοί που έδιναν ψωμί ή πατάτες στους πεινασμένους κρατούμενους ή τους έκρυβαν. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες εξέχοντες τοπικοί κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένου ενός κατώτερου ναζί αξιωματούχου και ενός ευυπόληπτου δικηγόρου στο Burgstall στην περιοχή Altmark της Ανατολικής Γερμανίας, οι οποίοι έσωσαν μεγαλύτερες ομάδες.
Αλλά πολλές από τις πορείες κατέληξαν σε καταστροφή, όπως συνέβη στην περίπτωση του Gardelegen, μια πόλη στην ανατολική-κεντρική Γερμανία, όπου αμερικανοί στρατιώτες βρήκαν εκατοντάδες απανθρακωμένα και παραμορφωμένα πτώματα σε έναν αχυρώνα στα μέσα Απριλίου 1945. Ήταν τα σώματα κρατουμένων από διάφορα στρατόπεδα.
Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι άνθρωποι είχαν προσφερθεί εθελοντικά για τη φύλαξη των κρατουμένων, «συμπεριλαμβανομένων απλών αμάχων πολιτών, μερικοί από αυτούς οπλισμένοι με κυνηγετικά τουφέκια, που μεταλλάχθηκαν σε δεσμοφύλακες, με δική τους βούληση», γράφει ο Blatman. Οι σφαγές άρχισαν όταν οι κρατούμενοι βάδιζαν σε μια άδεια σχολή ιππικού στο Gardelegen, όπου στεγάζονταν προσωρινά, και όπου οι έφηβοι καυχιόντουσαν : «Εμείς πάμε κυνήγι, να κτυπήσουμε τις ζέβρες».
«Ευθύνη Ολόκληρου του Γερμανικού Λαού»
Άνδρες της λαικής εθνοφυλακής, αστυνομικοί, στρατιώτες από μια μεραρχία αλεξιπτωτιστών που είχε στρατοπεδεύσει κοντά, φρουροί και άμαχοι πολίτες οδήγησαν τους καταδικασμένους κρατούμενους στο στάβλο. Στη συνέχεια, κλείδωσαν τις πόρτες, άναψαν στο έδαφος το άχυρο που είχαν ποτίσει βενζίνη και πέταξαν χειροβομβίδες στο κτίριο. Όποιος προσπαθούσε να ξεφύγει από την κόλαση έτρεχε μες απ’ ένα χαλάζι σφαίρες. Περίπου 25 κρατούμενοι επέζησαν, ενώ περίπου 1.000 σκοτώθηκαν.
Λίγες ημέρες αργότερα, τα θύματα τάφηκαν με στρατιωτικές τιμές. Οι Αμερικανοί διέταξαν τους κατοίκους της Gardelegen να παρευρεθούν στην τελετή.
"Κάποιοι θα πουν ότι οι ναζί ήταν υπεύθυνοι για αυτό το έγκλημα", είπε στους Γερμανούς ο συνταγματάρχης George P. Lynch, επικεφαλής της 102ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ. «Άλλοι θα δείχνουν τη Γκεστάπο. Η ευθύνη δεν βρίσκεται ούτε στον έναν ούτε στον άλλον. Είναι ευθύνη ολόκληρου του γερμανικού λαού».
Πηγή: SPIEGEL ONLINE INTERNATIONAL
Μετάφραση : Δημήτρης Τρικεριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου